δρίτσα

δρίτσα
η
1. το επάνω μέρος τών φωσώνων*
2. στον πληθ. οι δρίτσες
τα σχοινιά με τα οποία ανυψώνονται οι αρτέμονες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ντρίτσα — η ναυτ. η δρίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. drizza] …   Dictionary of Greek

  • ντριτσάρω — [ντρίτσα] 1. σηκώνω την υπέρα, τη δρίτσα πλοίου 2. στρέφω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”